- εγκόλπιος
- -α, -ο (AM ἐγκόλπιος, -ον)1. αυτός που φέρεται ή τοποθετείται στο στήθος («εγκόλπιος σταυρός»)2. το ουδ. ως ουσ. οποιοδήποτε κόσμημα ή διακριτικό φέρεται στο στήθος κρεμασμένο με αλυσίδα από τον λαιμόμσν.- νεοελλ.α) το επιστήθιο τού επισκόπου (με την εικόνα τού Μεγάλου Αρχιερέως, τού Χριστού) ως διακριτικό τού αξιώματός τουβ) φυλαχτό, γκόλφινεοελλ.περιληπτικό βιβλίο μικρού σχήματος, συνήθως με βασικές χρήσιμες οδηγίες, κανόνες, κανονισμούς κ.λπ. («το εγκόλπιο τού μελισσοκόμου», «το εγκόλπιο τού ευέλπιδος»)μσν.πολύτιμο κόσμημα.
Dictionary of Greek. 2013.